Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2012

Το μοιρασμένο φλουρί

Κάθε περίοδος του χρόνου έχει τα δικά της αναγνώσματα.
Τα Χριστούγεννα διαβάζουμε παραμύθια και διηγήματα. Ακούμε τα κάλαντα από όλη τη χώρα και τους καλικάντζαρους και την αγέλαστη πολιτεία.
Διάβαζα κάπου προχθές ότι στην Ελλάδα δεν είχαμε παραμύθια όπως "το κοριτσάκι με τα σπίρτα" αφού ποτέ δεν αφήναμε τα παιδιά να ζητιανεύουν. Αυτά παλιά. Στην Ελλάδα του 2012, παραμονές του 2013, αυτό έχει πάψει πλεόν να είναι κανόνας. Παιδιά ζητιανεύουν στα φανάρια, άστεγοι κοιμούνται στις γωνίες, οικογένειες ολόκληρες σιτίζονται σε συσίτια του δήμου ή της εκκλησίας. Ακόμα περισσότερο, σήμερα δείχνουμε να έχουμε χάσει την αλληλεγγύη και τη φιλανθρωπία που μας διέκρινε σαν λαό. 
Στο πνεύμα λοιπόν των ημερών, το παρακάτω, αυτοβιογραφικό, διήγημα του Παύλου Νιρβάνα. Το διήγημα, γραμμένο στις αρχές του 20ου αιώνα, και δημοσιευμένο στις αρχές του 20ου, το βρήκα σε μια παλιά συλλογή των εκδόσεων Πατάκη με διηγήματα Ελλήνων συγγραφέων για τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά. Θέλω να το μοιραστώ μαζί σας, τονίζοντας ιδιαίτερα την τελευταία φράση του. Εμείς μοιραζόμαστε με τους άλλους αυτά που μας περισσεύουν ή οι άλλοι μαζί μας; Μήπως τελικά η λανθασμένη κατανομή των αγαθών είναι αυτή που μας επιτρέπει να μοιραζόμαστε με αυτούς που δεν ήταν τόσο τυχεροί σε αυτή τη μοιρασιά;
Καλή ανάγνωση και χρόνια πολλά... 
 
 
Το μοιρασμένο φλουρί

Το πρώτο φλουρί της βασιλόπιταε που μου ‘πεσε – ένα αληθινό φλουρί, γιατί ο πατέρας μου τον καιρό εκείνο, πριν φτωχύνει ακόμα όπως φτώχυνε στα υστερνά του, συνήθιζε να βάζει στη βασιλόπιτα του σπιτιού μας μια χρυσή εγγλέζικη λίρα – βγήκε μοιρασμένο.
Πώς έρχονται τα πράγματα καμιά φορά!
Ο πατέρας μου, όρθιος μπροστά στο αγιοβασιλιάτικο τραπέζι, έκοβε την πίτα, ονοματίζοντας κάθε κομμάτι ξεχωριστά, πριν κατεβάσει το μεγάλο μαχαίρι του ψωμιού. Αφού έκοψε το κομμάτι του σπιτιού, των αγίων, το δικό του και της μητέρας μου, πριν αρχίσει τα κομμάτια των παιδιών, σταμάτησε, σα να θυμήθηκε κάτι.
«Ξεχάσαμε» είπε «το κομμάτι του φτωχού. Αυτό έπρεπε να ‘ρθει ύστερ’ από τους αγίους. Ας είναι όμως. Θα το κόψω τώρα και ύστερα θ’ αρχίσω τα παιδιά. Πρώτα ο φτωχός».
Κατέβασε το μαχαίρι.
«Του φτωχού...» ονομάτισε.
Έπειτα ερχότανε το δικό μου το κομμάτι, που ήμουν ο μεγαλύτερος από τα παιδιά.
Καθώς τραβούσε όμως το κομμάτι του φτωχού, για να κόψει το δικό μου, το χρυσό φλουρί κύλησε απάνω στο τραπεζομάντιλο. Το κόψιμο της πίτας σταμάτησε. Κοιτάζαμε ο ένας τον άλλον, κι ο πατέρας όλους μας.
«Ποιανού είναι τώρα το φλουρί;» είπε η μητέρα μου. «Του ζητιάνου ή του Πέτρου; Εγώ λέω πως είναι του Πέτρου».
Η καημένη η μητέρα. Το είχε καημό να μου πέσει εμένα το φλουρί, γιατί ήμουν άτυχο παιδί. Ποτέ μου δεν είχα κερδίσει τίποτε.
«Ούτε του ζητιάνου είναι» είπε ο πατέρας μου «ούτε  του Πέτρου. Το σωστό σωστό. Το φλουρί μοιράστηκε. Ήτανε ανάμεσα στα δυο κομμάτια. Καθώς τα χώρισε το μαχαίρι, έπεσε κάτω. Το μισό είναι του ζητιάνου, το μισό του Πέτρου».
«Και τι θα γίνει τώρα;» ρώτησε στεναχωρημένη η μητέρα μου.
«Τι θα γίνει;...» συλλογιζόμαστε κι εμείς.
«Μην πονοκεφαλάτε...» είπε ο πατέρας.
Άνοιξε το πορτοφολάκι του, έβγαλε από μέσα δύο μισές λίρες – το χρυσάφι τότε δεν είχε κρυφτεί ακόμα – και τις ακούμπησε στο τραπέζι:
«Να τι θα γίνει. Αυτή φυλάχτε τη να τη δώσετε στον πρώτο ζητιάνο που θα χτυπήσει την πόρτα μας. Είναι η τύχη του. Η άλλη μισή είναι του Πέτρου».
Και μου την έδωκε.
«Καλορίζικη! Και του χρόνου, παιδί μου. Είσαι ευχαριστημένος;»
Ήμουν και με το παραπάνω. Η ιδέα, μάλιστα, πώς είχα συντροφέψει με το ζητιάνο με διασκέδαζε πολύ.
«Θα του τη δώσω εγώ, με το χέρι μου...» είπα.
Γελούσαμε όλοι με την παράξενη τύχη μου. Τα άλλα παιδιά με πειράζανε: «ο σύντροφος του ζητιάνου». Μονάχα ο πατέρας μου δε γελούσε. Εκείνος με τράβηξε κοντά του, με φίλησε και μου είπε:
«Μπράβο σου. Είσαι καλό παιδί».
Το άλλο πρωί, μόλις ξυπνήσαμε, χτύπησε η πόρτα. Κάτι μου ‘λεγε πως ήταν ο ζητιάνος, που έφτανε βιαστικός να πάρει το μερίδιο του. Έτρεξα στην πόρτα, με τη μισή λίρα. Ήταν ένας γέρος ζητιάνος με κάτασπρη γενειάδα, γειρτός από τα χρόνια. Και μουρμούριζε ευχές τρέμοντας από το κρύο.
«Πάρε, παππού...» του είπα.
Ο γέρος, που δεν έβλεπε καλά και που του είχε γυαλίσει, φαίνεται, παράξενα από μακριά το χρυσό νόμισμα, το ‘φερε κοντά στα μάτια του, για να το κοιτάξει καλύτερα. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως κρατούσε χρυσάφι στα χέρια του τον καιρό εκείνο, που όλοι δίνανε στους ζητιάνους δίλεφτα και μονόλεφτα.
«Τι είν’ αυτό, παιδάκι μου;» με ρώτησε. «Δυάρα γυαλισμένη;»
«Μισή λίρα είναι, παππού...» του είπα. «Παρ’ τηνε. Δικιά σου είναι».
Ο καημένος ο ζητιάνος δεν ήθελε να το πιστέψει:
«Μήπως έκανες λάθος, παιδάκι μου; Για ρώτησε τους γονιούς σου. Δεν έχω όρεξη να με παίρνουνε στις αστυνομίες για κλέφτη, μέρα που είναι».
Του εξήγησα με τι τρόπο είχαμε μοιρασθεί το φλουρί της βασιλόπιτας. Ο γέρος έτρεμε τώρα περισσότερο. Μα έτρεμε από τη χαρά του. Σήκωσε ψηλά τ’ αρρωστημένα μάτια του και είπε:
«Ο Θεός είναι μεγάλος. Να ζήσεις, παιδάκι μου, να σε χαίρονται οι γονείς σου. Και ο Θεός να σ’ αξιώσει να ‘χεις πάντα όλα τα καλά, να τα μοιράζεις με τους φτωχούς και τους αδικημένους. Την ευχή μου να ‘χεις».
Μου ‘δωσε την ευχή του, σήκωσε πάλι ψηλά, κατά τον ουρανό, τα αρρωστημένα του μάτια και κατέβηκε, με το ραβδί του, τη σκάλα.
Έτσι τέλειωσε η ιστορία του φλουριού της βασιλόπιτας εκείνη τη χρονιά. Από τότε πέρασαν πολλά χρόνια. Μα από τότε, όσες φορές δίνω μια βοήθεια σ’ ένα φτωχό, συλλογίζομαι: Τάχα εγώ μοιράζω τα λεφτά μου με το φτωχό ή ο φτωχός μοιράζεται τα λεφτά του μ’ εμένα; Αυτό δεν μπορούσα να καταλάβω ούτε τότε, που μοίρασα με τον παλιό ζητιάνο το φλουρί της βασιλόπιτας.

Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2012

Το κλειδί θα είναι πάντα κάτω από τον γεράνι

 Κάθε χρόνος έχει τις απώλειες του. Και δεν είναι όλες οι απώλειες απαραίτητα κακές. Η απώλεια όμως του Χρόνη Μίσσιου μέσα στο 2012, ήταν κακή. Γιατί ήταν ένας άνθρωπος κι ένας συγγραφέας, που στην άνυδρη πλέον χώρα της ελληνικής γραμματείας, θα μας λείψει...

Το Χρόνη Μίσσιο οι περισσότεροι τον ξέρουν από το "Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς". Ίσως κι από το "Χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε;"

Εγώ τον γνώρισα το πρώτο καλοκαίρι που ταξίδεψα μόνη μου προς τη Νάξο. Εγώ πήγαινα Γυμνάσιο και το βιβλίο ήταν "Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι".

Το βιβλίο, όπως λέει και το οπισθόφυλλο, μιλάει για έναν καινούριο κόσμο. Έναν κόσμο "που κυβερνά ο έρωτας, κι όλες οι περιπέτειες τελειώνουν καλά με μαγικούς τρόπους".

Έναν κόσμο που οι άνθρωποι έχουν φίλους, και δεν είναι μόνοι τους. Δε φοβούνται να εκφράσουν τα συναισθήματα τους, είναι πλήρεις. Έναν κόσμο, που έχει ανάγκη από λίγα, αλλά καταφέρνει πολλά, αφού οι επαναστάσεις προκύπτουν απλά κι αβίαστα, όπως και όλα τα συναισθήματα.

Κυρίως, έναν κόσμο που επιτρέπει να μπαίνεις στο σπίτι του άλλου, στη ζωή του άλλου. Εύκολα κι απλά. Αρκεί να βρεις το κλειδί που είναι πάντα κρυμμένο κάτω από το γεράνι.

Κι έτσι φτάνω στο όνειρο, που μάλλον δε μπορεί να μας προσφέρει η πόλη. Στο μικρό σπίτι με κήπο, που στην είσοδο του έχει το περβάζι με τα γεράνια και το κλειδί του εκει, για να μπορούν να μπουν οι φίλοι μου και οι άνθρωποι που αγαπώ, χωρίς να χρειαστεί να χτυπήσουν...

Καταλήγω σ' ένα ποίημα που υπάρχει στις πρώτες σελίδες του βιβλίου. Γιατί αυτή είναι η αγάπη. Ή τελοσπάντων, κάπως έτσι θα έπρεπε να είναι....

 


Σ' αγαπώ, χωρίς εσένα θα 'μαι ανείπωτα μόνος.
Σ' αγαπώ, σε θέλω σαν τρελός.
Σ' αγαπώ, σε λατρεύω, θέλω να χωθώ στην αγκαλιά σου.
Σ' αγαπώ, θέλω να 'μαι μαζί σου.
Σ' αγαπώ, θέλω να 'μαι το φιλαράκι σου.
Σ' αγαπώ, θέλω να σε γνοιάζομαι.

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2012

facebook κι άλλα λόγια να χαλιόμαστε...

Κατά καιρούς περνάει μεγάλο χρονικό διάστημα που για διάφορους λόγους αδυνατώ να γράψω έστω και μισή λέξη. Μετά επανέρχομαι. Δριμύτερη ή όχι, ο καιρός θα δείξει...

Στο θέμα μου.

Για τα κοινωνικά μέσα δικτύωσης πολλά έχουν γραφτεί. Άλλα είναι υπερβολικά, άλλα πάλι όχι.
Μου άρεσε όμως πολύ ένα απόσπασμα που διάβασα στη lifo, το οποίο, ανάμεσα στα άλλα, έγραφε το εξής:
Το πιο σημαντικό με το ίντερνετ νομίζω είναι που μας δίνει την ευκαιρία, όχι να αυτολογοκριθούμε αλλά να σκεφτούμε δύο φορές τη μαλακία που μας έρχεται στο κεφάλι πριν την πούμε. Και στο ίντερνετ δεν τη λέμε. Την γράφουμε! Πηγή: www.lifo.gr
 Το πιο σημαντικό με το ίντερνετ νομίζω είναι που μας δίνει την ευκαιρία, όχι να αυτολογοκριθούμε αλλά να σκεφτούμε δύο φορές τη μαλακία που μας έρχεται στο κεφάλι πριν την πούμε.
Επειδή τον τελευταίο καιρό, για διάφορους λόγους, έχω ασχοληθεί πολύ με ανθρώπους που μάλλον δεν το σκέφτονται δεύτερη φορά, έχω καταλήξει σε μια κατάταξη των χρηστών, οι δύο πιο ενοχλητικές της κατηγορίες παρουσιάζονται παρακάτω.

1. Οι ερωτευμένοι, χωρισμένοι και πολλαπλώς πληγωμένοι (ή έτσι νομίζουν)

Σύμφωνα με τις στατιστικές, το 33% περίπου των ζευγαριών, επιλέγει να χωρίσει μέσω facebook. Κι αν το ποσοστό αυτών που θα επέλεγαν να γνωρίσουν και να κάνουν σχέση με κάποιον μέσω διαδικτύου είναι μάλλον μικρό, το ποσοστό αντιθέτως αυτών που χρησιμοποιούν το facebook για να τα ξαναβρούν ή για να παρακολουθήσουν τη ζωή του πρώην συντρόφου τους, είναι σχιζοφρενικά μεγάλο.
Έτσι βλέπουμε φωτογραφίες, βίντεο, check-in, που  μόνο σκοπό έχουν να "βάλουν στη πρίζα" το πρώην έτερο ήμισυ. Ή να το φέρουν πίσω. Σε μεγάλο βαθμό, ακούς συχνά ολόκληρες παρέες να συζητάνε για το τραγούδι που ανέβασε χθες το βράδυ ο αντίδικος και το τι ήθελε να πει. (Δεδομένου δε του ύφους των τραγουδιών, μαλλον δε θέλει να πει τίποτα, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα.)
Κάπου εκεί βέβαια αναρωτιέσαι, γιατί βρε πουλάκι μου δεν παίρνεις ένα τηλέφωνο, να τα πείτε, να ηρεμήσετε κι εσείς κι εμείς που δεν αντέχει άλλο Παντελίδη η αρχική μου σελίδα; ε; ε;

2. Οι μισούντες αλλήλως

Έχω κάνει πολλές φορές πρόσφατα την κουβέντα "τι θα συμβεί αν το μίσος που φαίνεται στο Ιντερνετ, βγει προς τα έξω". Νομίζω πώς αυτό θα είναι τρομακτικό. Αυτή τη στιγμή στο διαδίκτυο εξελίσσεται ένας πόλεμος. Πόλεμος ιδεών και νοοτροπιών. Σε αυτό τον πόλεμο, κανείς δεν έχει δίκιο. Όχι γιατί έχουν όλοι άδικο, αλλά γιατί, όπως και να το κάνουμε, αν διεκδικείς το δίκιο σου με λάθος τρόπο, κάπου το χάνεις...
Πέτυχα προχθές, μέσω jungle-report, μια αναφορά στο προφίλ κάποιας κυρίας της ΝΔ, που με έκανε απλά να τρομάξω. Ούτε λίγο, ούτε πολύ η κυρία, που πληρώνεται από τα χρήματα του ελληνικού λαού, ζητούσε τη κεφαλή μας επί πίνακει, απλά γιατί διαφωνεί μαζί μας. Να πεθάνουμε, όπως οι παππούδες μας στο Γράμμο και στο Βίτσι. Ας της πει κάποιος ότι εμείς είμαστε περήφανοι για τους παππούδες μας. Ο μόνος λόγος που φοβόμαστε να ακολουθήσουμε την πορεία τους, είναι ο φόβος ότι μετά θα βγουν κι άλλοι σαν αυτή, ότι ο θάνατος μας θα είναι επί ματαίω...
Εδώ πας να ακούσεις ένα τραγούδι, και ξαφνικά ξεπετιέται σαν την κομμένη κεφαλή κάποιος οπαδός της Μαύρης Νύχτας (δε θυμάμαι που το διάβασα, αλλά πολύ μου άρεσε), ο οποίος θα μαλώνει με κάποιον απόγονο του Γράμμου που το μόνο που θυμάται είναι τα κονσερβοκούτια... Και δε λέω, μπορεί ιδεολογικά να κλίνω προς τα αριστερά, αλλά ποτέ δε συμπάθησα τις κάθε είδους βωμολοχίες και απειλές από όπου κι αν προέρχονται... Με τρομάζει το τι θα συμβεί αν οι απειλές πάψουν να εκτοξεύονται μόνο στο διαδίκτυο και αρχίσουν να πραγματοποιούνται στο δρόμο...

Εν κατακλείδει, τι είναι πιο δύσκολο; Να σκέφτεσαι ή να γράφεις; Στο δημοτικό παλιά μπορούσαμε να τα κάνουμε και τα δύο, ενίοτε και ταυτόχρονα. Οι σημερινοί ενήλικες, μάλλον έχουν ξεχάσει να σκέφτονται...


Υ.Γ. Ο τίτλος είναι κατά το ήμισυ δανεικός :Ρ


Το πιο σημαντικό με το ίντερνετ νομίζω είναι που μας δίνει την ευκαιρία, όχι να αυτολογοκριθούμε αλλά να σκεφτούμε δύο φορές τη μαλακία που μας έρχεται στο κεφάλι πριν την πούμε. Και στο ίντερνετ δεν τη λέμε. Την γράφουμε! Πηγή: www.lifo.gr
Το πιο σημαντικό με το ίντερνετ νομίζω είναι που μας δίνει την ευκαιρία, όχι να αυτολογοκριθούμε αλλά να σκεφτούμε δύο φορές τη μαλακία που μας έρχεται στο κεφάλι πριν την πούμε. Και στο ίντερνετ δεν τη λέμε. Την γράφουμε! Πηγή: www.lifo.gr