Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2012

Προσοχή!!! Αστυνομία

Διάβαζα χθες το βράδυ το άρθρο του tvxs για την αστυνομική βία και θυμόμουν όλες αυτές τις χιλιάδες συζητήσεις που έχω κάνει μέσα σε αυτά τα χρόνια με φίλους, παλιούς συμμαθητές, μαθητές μου, με κύριο θέμα "γιατί δεν πρέπει να γίνεις αστυνομικός".

Οφείλω να ομολογήσω πώς μέχρι πρόπερσι, είχα βάλει πολύ νερό στο κρασί μου σε σχέση με την Ελληνική Αστυνομία. Το γεγονός ότι είχα στο περιβάλλον μου αστυνομικούς (δεν μπορούσα να το αποφύγω δυστυχώς) συν του ότι ήμασταν σε μεγάλο βαθμό αποκοιμισμένοι, βοηθούσε στο να δω την Ελ.Ασ. αν όχι με συμπάθεια, τουλάχιστον με ανοχή.

Μέχρι τότε το κύριο επιχείρημα μου ενάντια στην αστυνομία, ήταν πώς δεν είναι σωστό και λογικό, στα δεκαοχτώ σου, με όλη τη ζωή μπροστά σου, στην ηλικία που πρέπει να κάνεις όνειρα (βγουν δε βγουν), να δέχεσαι να μπεις εσώκλειστος, με στόχο να βολευτείς. Αλλά επίσης είναι περισσότερο φαινόμενο κοινωνικής παθογένειας. Βασικά είναι απαράδεκτο σε όλη σχεδόν τη τελευταία δεκαετία (και μιλάω για τα χρόνια πριν τη κρίση), η ελληνική κοινωνία και η ελληνική "παιδεία" να προωθεί ως ιδανική μορφή επαγγελματικής αποκατάστασης την ενσωμάτωση του νέου στα σώματα ασφαλείας.

Το πρόβλημα μπορεί βεβαίως να ξεκινάει από την εισαγωγή σε αστυνομικές σχολές, δε σταματάει όμως εκεί. Θυμάμαι μου έλεγε γνωστός μου αστυνομικός ότι καθ' όλα τα χρόνια της φοίτησης του (τα εξής δύο), μέσα στη σχολή το μόνο που άκουγε ήταν εθνικιστικές εξάρσεις. Αντίστοιχα καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιά που τότε δίδασκε και κάποια μαθήματα στην Αμυγδαλέζα, αν θυμάμαι καλά, μας έλεγε ότι το επίπεδο εκπαίδευσης στη σχολή παραμένει επίτηδες χαμηλό ώστε να περισσέψει χώρος και χρόνος για την εθνικιστική προπαγάνδα υπεροχής. Έτσι φτάσαμε να ακούμε από πρώην φίλους να μας κατηγορούν πως δεν είχαμε μυαλό που δε μπήκαμε κι εμείς σε μια αστυνομία να βολευτούμε, πώς  είμαστε αγνώμονες αφού δεν αναγνωρίζουμε την προσφορά των σωμάτων ασφαλείας και παράλληλα πως δεν είμαστε αρκετά Έλληνες. Στο σημείο αυτό να σχολιάσω πώς ξέρω πολλά άτομα (συμπεριλαμβανομένου εμού) που μια χαρά μυαλό είχαμε, βαθμολογικά τουλάχιστον, να μπούμε και στην αστυνομία και όπου αλλού θέλαμε, αλλά ευτυχώς είχαμε στόχο να προσφέρουμε κάτι χρήσιμο στην κοινωνία!! Επίσης η ισχυρή πλειοψηφία των αστυνομικών που εγώ τουλάχιστον ξέρω, το έργο που παράγουν είναι μηδέν. Κι όταν λέω μηδέν, εννοώ μηδέν. Οι υπόλοιποι (που ευτυχώς δεν ξέρω) φαντάζομαι είναι αυτοί που δέρνουν. Αν αυτό είναι προσφορά, δε σκοπεύω ούτε να τη σεβαστώ ούτε, σαφέστατα, να την αντιγράψω. Όσο για το κομμάτι του ανθελληνισμού, αρνούμαι και να το (ξανα)σχολιάσω...

Κάποια στιγμή όμως τελείωνε και η εθνικιστική έξαρση και ξεκινούσε νέος γύρος διαφωνιών. Που συνοψίζεται σε δύο απλές λέξεις "σύνδρομο εξουσίας". Τους το καλλιεργούν από τη σχολή; Πλάθεται αργότερα στα τμήματα; Δεν ξέρω. Γεγονός είναι πώς δεν έχω γνωρίσει ούτε έναν αστυνομικό, από τους γνωστούς μου, μέχρι το ματατζή στην πορεία, μέχρι τον (κατά τ' άλλα ευγενέστατο, δε μπορώ να πω) της τροχαίας που με σταμάτησε για έλεγχο, που να μην έχει σύνδρομο εξουσίας. Λες και τους το δίνουν ενδοφλέβια, κάθε πρωί μαζί με τον καφέ. Φυσικά αυτό ξεκινάει από την εργασία και φτάνει στο που θα πάμε για καφέ, σε ποιο τραπέζι θα κάτσουμε και πάει λέγοντας. Που καταλήγει, ευτυχώς δεν έχω μάθει και δεν σκοπεύω άλλωστε...

Όλα αυτά όμως, μέχρι πρόπερσι, άντε και πέρυσι, μπορούσα να τα καταπιώ. Με δυσκολία, αλλά μπορούσα. Το τελευταίο όμως καιρό, δε μπορώ. Πολύ πριν τις εκλογές, όταν ακόμα προσπαθούσαμε να πείσουμε την ανάπηρη κυβέρνηση Παπαδήμου, πώς δεν αντέχουμε άλλες μειώσεις σε μισθούς, συντάξεις κι επιδόματα (πού να ξέραμε), τα ματ και οι αστυνομικές δυνάμεις αντί να συστρατευτούν με τον υπόλοιπο λαό, πετούσαν δακρυγόνα. Σε μια χώρα που η ανεργία των νέων φτάνει το 55% (χωρίς να μετράμε φοιτητές, φαντάρους και μειωμένα απασχολούμενους), οι νέοι απέναντι μας, μας πετούσαν δακρυγόνα την ώρα που εμείς διεκδικούσαμε τα δικά ΤΟΥΣ εργασιακά δικαιώματα. Με τη δική μου λογική αυτό του κάνει ΣΥΝΕΝΟΧΟΥΣ. 

Στις αρχές τις δεκαετίας του 2000, η επιλογή της αστυνομίας ως μέσο επαγγελματικής αποκατάστασης μπορεί να ήταν προϊόν ανάγκης. Στις σημερινές μέρες όμως είναι συνειδητή επιλογή του ατόμου να αποτελέσει μέρος του πλέον κατάπτυστου μέρους της κοινωνίας (μετά τους χρυσαυγίτες) και να λειτουργήσει ως συνένοχος σε μια πολιτική βίας κι εξαθλίωσης του υπόλοιπου κοινωνικού ιστού. Και η δικαιολογία του βιοπορισμού δεν ευσταθεί όταν εγκληματείς σε βάρος της κοινωνίας...

Ακόμα κι έτσι όμως, κάποιοι θα μπορούσαν να πουν ότι δε φταίνε οι αστυνομικοί αυτό καθ' αυτώ, δεδομένου ότι εκτελούν εντολές. Ωραία λοιπόν, όταν η εντολή σαφέστατα έχει γίνει "Τσακίστε τους", μπορεί να υπάρξει αυτή η δικαιολογία; Εκτός αν δεν είναι άνθρωποι και είναι απλά ρομποτάκια που μπορούν μόνο να εκτελούν εντολές. Από πλευράς μου, κανένα πρόβλημα. Τα ρομποτάκια όμως δε δικαιούνται δικαίωμα ψήφου και οποιουδήποτε άλλου δικαιώματος μπορεί να διεκδικήσει ένας ελεύθερα σκεφτόμενος, αυτεξούσιος άνθρωπος. 


Εν κατακλείδι, δε τρέφω αυταπάτες. Ξέρω ότι έχουμε Χούντα πλέον. Ξέρω ότι πλέον η Αστυνομία απλά θα δέρνει, θα κακοποιεί και θα βασανίζει. Έτσι κάνουν τα όργανα μιας Χούντας, πάντα και παντού. Αυτή τη φορά όμως, ας μη το δεχτούμε, ας κάνουμε κάτι για αυτό. Ας καταλάβουμε στο τέλος - τέλος, πώς "υπάνθρωπο" δε σε κάνει η φυλή ή η οικονομική σου κατάσταση ή ο σεξουαλικός σου προσανατολισμός. "Υπάνθρωπο" σε κάνει το να μην εκτιμάς το συνάνθρωπο σου. "Υπάνθρωπο" σε κάνει το να μειώνεις, να εξευτελίζεις την αξιοπρέπεια του. "Υπάνθρωπο" σε κάνει το να βασανίζεις, να σκοτώνεις, να καταστρέφεις άλλους ανθρώπους. Σ' αυτή τη γωνιά του πλανήτη, δε χωράνε (ή δε θα έπρεπε να χωράνε) πια αυτά...


Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2012

Μια εβδομάδα σε νάρκη

Τελικά καλά μου έκατσε αυτή η εβδομάδα. Εισπνοή τη Δευτέρα το πρωί, εκπνοή την Παρασκευή το βράδυ. Μια χαρά... Γιατί αν είχα χρόνο, διάθεση κι επαφή με την πραγματικότητα, θα έπρεπε να σχολιάσω όλα αυτά τα βαρυσήμαντα που συνέβησαν. Κίνηση που θα οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στην πτώση των μαλλιών μου, που θα ήταν μεγάλο κρίμα καθότι είμαι μικρό κορίτσι ακόμα!!!

Αρχικά να σας πω, μετά βαθύτατης θλίψης και μεταμέλειας, ότι έχω διαβάσει βιβλία της Δημουλίδου. Αφενός γιατί ήμουν μικρή κι αφετέρου γιατί είχα (κι έχω ακόμα) την κακιά συνήθεια να διαβάζω ότι πέφτει στα χέρια μου. Βέβαια η συγκεκριμένη συγγραφέας (και μερικές άλλες που της μοιάζουν) μ' έχουν κάνει ως ενήλικη να αποφεύγω το ράφι στο βιβλιοπωλείο με τους Έλληνες σύγχρονους λογοτέχνες. Προτιμώ ξένη λογοτεχνία ή κλασσικούς, αν και στα αζήτητα, Έλληνες συγγραφείς. Παρόλο που ότι ήταν να ειπωθεί γι' αυτό το θέμα έχει ήδη ειπωθεί, με κίνδυνο να γίνω κουραστική, θέλω απλά να προσθέσω πώς το βιβλίο είναι ο δρόμος που σε οδηγεί σε μέρη που δεν έχεις πάει. Ο καθένας έχει δικαίωμα να διαλέξει το δρόμο που του ταιριάζει...
(Αρκεί να μη βάζει εμπόδια στο δικό μου δρόμο)

Επίσης, με κίνδυνο να φάω ξύλο, θέλω να σχολιάσω πώς εγώ μπορώ να αποδεχτώ τη μηδενιστική λογική του Παναγιώταρου, υπό όρους. Ναι, ο Σκορτσιανίτης δεν είναι Έλληνας κύριε Παναγιώταρε. Άρα δε θα είναι Έλληνες και τα παιδιά του συμβουλευτή σας Μπαρμπαρούση ο οποίος απ' όσο ξέρουμε δεν έχει παντρευτεί Ελληνίδα. Ή μήπως το DNA ενός Χρυσαυγίτη είναι τόσο ισχυρό, που δεν έχει σημασία με ποιον διασταυρώνεται (sic),  αυτό θα υπερισχύσει (βοήθεια μας);

Κατά τ' άλλα, μας φάνηκε υπερβολική η αντίδραση της Κανέλλη, που κατέρρευσε από το κακόγουστο (sic) αστείο του ΣΚΑΙ. Το οποίο δεν ήταν μόνο κακόγουστο, δεν ήταν καν αστείο. Η βία και η έκφραση της δεν είναι αστείο. Όταν ένας άνθρωπος έχει υποστεί βία σε οποιαδήποτε μορφή της, δε σηκώνει αστεία και πλάκες πάνω σε αυτό. Αυτό θα έπρεπε να εξυπακούεται. Πόσο μάλλον όταν ο ΣΚΑΙ, για αδιευκρίνιστους λόγους, απέφυγε να κάνει αστειάκι στο Μιχαλολιάκο...

Τέλος, νομίζω πώς όλοι αυτοί στη Χρυσή Αυγή και στις παραφυάδες τις πρέπει να σταματήσουν άμεσα τα ναρκωτικά, τους πειράζουν! Μα είναι δυνατόν, στην εθνική εορτή για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τον Πόλεμο ενάντια στο φασισμό, να αποκαλούν ανθέλληνες τους εχθρούς του φασισμού; Να επαναλάβω και από εδώ λοιπόν τη διαφορά ανάμεσα στο όρκο των ταγματασφαλιτών και στον όρκο του ΕΑΜ δηλώνοντας ρητώς πώς αν οι Χρυσαυγίτες είναι Έλληνες, εγώ σαφέστατα δεν είμαι. Δε δέχομαι να μοιραστώ τη χώρα μου που αγαπώ με τέτοιου είδους "ανθρώπους"...

Ο ΟΡΚΟΣ ΤΟΥ ΤΑΓΜΑΤΑΣΦΑΛΙΤΗ:
"ΟΡΚΙΖΟΜΑΙ εις τον Θεόν τον Άγιον τούτον όρκον ότι θα υπακούω απολύτως εις τας διαταγάς του ανώτατου αρχηγού του Γερμανικού Στρατού Αδόλφου Χίτλερ. Ανατεθησόμενός μοι υπηρεσίας και θα υπακούω άνευ όρων εις διαταγάς των ανωτέρων μου. Γνωρίζω καλώς δια μίαν αντίρρησιν εναντίον των υποχρεώσεων μου, τας οποίας δια του παρόντος αναλαμβάνω, θέλω τιμωρηθή παρά των Γερμανικών.
Στρατιωτικών Αρχών."

Ο ΟΡΚΟΣ ΤΟΥ ΕΑΜΙΤΗ:
“Ορκίζομαι ότι θα αγωνιστώ έως την τελευταία σταγόνα του αίματός μου για την πλήρη απελευθέρωση, ακεραιότητα και ανεξαρτησία της πατρίδας.
Για την περιφρούρηση των συμφερόντων του ελληνικού λαού και την αποκατάσταση και κατοχύρωση των κυριαρχικών δικαιωμάτων του. Για τον σκοπό αυτό θα υπακούω στις πράξεις και αποφάσεις της ΠΕΕΑ και θα εκτελώ ευσυνείδητα και πειθαρχικά τις εντολές και οδηγίες των ανωτέρων μου και θα αποφεύγω κάθε πράξη που θα με ατιμάζει σαν άτομο και σαν αγωνιστή του ελληνικού λαού”.
 

Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2012

Δε μπορώ τίποτ' άλλο να πω

Σαν σήμερα γεννήθηκε ο Μάνος Χατζιδάκης (23 Οκτωβρίου 1925) στη Ξάνθη. Κι αυτό είναι άλλο ένα αφιέρωμα στη μνήμη του.  Με πλήρη συναίσθηση πώς "όταν μιλάει ένας μεγάλος και σπουδαίος, οι μικροί και ταπεινοί πρέπει να σωπαίνουν", δεν έχω να προσθέσω πολλά. Θα υπάρξουν πολλοί να υμνήσουν (ή να καταγγείλουν) το βίο, την πολιτεία του και την πολιτιστική κληρονομιά που μας άφησε. Εγώ θα αφήσω απλά τη ρομαντική μου πλευρά να μιλήσει... (Καμιά πρωτοτυπία δηλαδή).

Ο καθένας μας διαγράφει μέσα από τα μουσικά του ακούσματα μια προσωπική διαδρομή μέσα στο χρόνο. Κι είμαστε τυχεροι που στην Ελλάδα έχουμε τόσους πολλούς, μεγάλους καλλιτέχνες με φοβερή προσφορά. Κι είμαστε τόσο άτυχοι που αυτοί υποσκελίζονται μέσα από μια σύχρονη αστική κουλτούρα, που υποβιβάζει το σημαντικό κι αναβαθμίζει το ασήμαντο. Η τέχνη είναι έκφραση κι ο καθένας μπορεί και πρέπει να εκφράζεται όπως αυτός επιθυμεί, δε λέω το αντίθετο, απλά με πληγώνει να μιλάω με κόσμο, με νέο κόσμο και να αγνοούν (έως να σνομπάρουν) μια κληρονομιά τόσο μεγάλη και πλατιά που χωράει όλο τον κόσμο μέσα της...

Κι όταν λέω όλο τον κόσμο, εννοώ όλο τον κόσμο. Η μουσική του Μάνου Χατζιδάκη ενώνει μέχρι και σήμερα και γεφυρώνει χάσματα τόσο γενιών όσο και μουσικά. Είναι έμπνευση... Όχι μόνο η μουσική, αλλά και ο ίδιος ο καλλιτέχνης.

Κι είναι μια μουσική που όλοι έχουμε ακούσει. Όλοι από κάπου τη θυμόμαστε. Ακόμα κι αν δεν ξέρουμε ότι ήταν δική του. Ακόμα κι αν κάποιοι παρέλειψαν να μας το πουν. 

Και μετά ο Χατζιδάκης συνάντησε τη Μελίνα. Και μαζί απέδειξαν ότι η Ελλάδα πρώτα απ' όλα και πάνω απ' όλα είναι πολιτισμός. Όχι ένας αρχαίος πολιτισμός που έζησε και πέθανε κι έχουν μείνει μόνο μερικοί γραφικοί να ανατρέχουν σε αυτόν όποτε θέλουν να αποδείξουν την "εθνική υπεροχή μας". Όχι. Απέδειξαν ότι έχουμε (ή ότι έστω μπορούμε να έχουμε) έναν σύγχρονο, αέναο, διαρκώς εξελισσόμενο πολιτισμό. Αναφέρομαι φυσικά στο μαγευτικό "Ποτέ την Κυριακή"... Με μια απίστευτη μουσική, που κέρδισε το Όσκαρ, και μια φοβερή απεικόνιση της εποχής. Με έναν Πειραιά που φαινόταν τόσο υπέροχος, μια Μελίνα ονειρεμένη και μια Ελλάδα που σχεδόν νοιώθεις να τη μυρίζεις. Ακόμα και ο Ολυμπιακός γίνεται σχεδόν συμπαθητικός σε αυτή την ταινία. (Μην παρεξηγηθώ, η σχέση μου με το ποδόσφαιρο είναι σχεδόν μηδενική, απλά η "Ίλια" ως γνήσιο κορίτσι του λαού και του Πειραιά ήταν και Ολυμπιακός!!!)


Κι έτσι λίγο πριν το τέλος της ημέρας, ας θυμηθούμε να πάμε μια βόλτα από τη δικιά μας "Οδό Ονείρων". Αυτή που κανείς δε μπορεί να μας τη στερήσει. Άλλωστε "ζωή είναι και τ' όνειρο" 

Κι αξίζει τόσο πολύ ένα βαλς ονειρεμένο, ένα βαλς ονειρικό, το βαλς των ονείρων μας... Ακόμα κι αν είναι χαμένα όνειρα. Το καλό με τα όνειρα είναι πώς πάντα μπορούμε να κάνουμε καινούρια...


Και να θυμάστε να αγαπάτε, είναι το πιο βαθύ, το πιο απλό και το πιο μεγάλο που μπορείτε να κάνετε. Ζήστε τον "Μέγαλο Ερωτικό" της ζωής σας. Κι αν δε ξέρετε πως γίνεται, μπορείτε να ακούσετε πώς το κατάλαβε και το μετέφερε ο Χατζιδάκης. Γιατί το βαθύτερο δείγμα πολιτισμού είναι να ξέρεις να αγαπάς και να μπορείς να το δείχνεις.... 

Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2012

Νεκρούς θα μας φοβούνται πιο πολύ, επανάληψη

Στον απόηχο του αν έχει νόημα να πολεμάς και να αγωνίζεσαι ή όχι, η απάντηση είναι ναι. Έχει νόημα. Κι έχεις υποχρέωση να το κάνεις. Όχι απλά γιατί η ανοχή σου, η ανοχή μας, είναι αυτή που μας έφερε ως εδώ, αλλά κυρίως γιατί έχεις λόγους να το κάνεις. Σοβαρούς λόγους.

Έχουμε έναν κόσμο, και οφείλουμε να κάνουμε κάτι για αυτόν. Οφείλουμε να προσπαθούμε, να συνεχίζουμε, να ερωτευόμαστε και να παλεύουμε. Γιατί αυτό τον κόσμο, έχουμε να τον παραδώσουμε στα παιδιά μας. Και θέλουμε να τους δώσουμε κάτι καλύτερο από αυτό που παραλάβαμε. Ή τουλάχιστον θέλουμε να τους πούμε ότι προσπαθήσαμε, ότι κάναμε ότι καλύτερο μπορούσαμε.

Ο μόνος λόγος να μην παλέψει κάποιος, είναι να μην έχει βρει κάτι που να αξίζει τον κόπο. Όμως είναι όλα αυτά τα απλά πράγματα, τα οποία μας στερούνε, για τα οποία αξίζει και οφείλουμε να προσπαθήσουμε.


Άλλωστε, νομίζω πώς το έχω ξαναπεί, ξεκινάμε από τα απλά, από τα λίγα, για να μπορέσουμε να φτάσουμε στα μεγάλα. Δε ξέρω αν θα τα καταφέρουμε, αλλά πάντα μπορούμε να προσπαθήσουμε.
Ναι, αγαπημένη μου,
εμείς γι' αυτά τα λίγα και απλά πράγματα πολεμάμε
για να μπορούμε να 'χουμε μια πόρτα, έν΄ άστρο, ένα σκαμνί
ένα χαρούμενο δρόμο το πρωί
ένα ήρεμο όνειρο το βράδυ.
Για να ΄χουμε έναν έρωτα που να μη μας τον λερώνουν
ένα τραγούδι που να μπορούμε να τραγουδάμε

Όμως αυτοί σπάνε τις πόρτες μας
πατάνε πάνω στον ερωτά μας.
Πριν πούμε το τραγούδι μας
μας σκοτώνουν.
Μας φοβούνται και μας σκοτώνουν.
Φοβούνται τον ουρανό που κοιτάζουμε
φοβούνται το πεζούλι που ακουμπάμε
φοβούνται το αδράχτι της μητέρας μας και το αλφαβητάρι του παιδιού μας
φοβούνται τα χέρια σου που ξέρουν να αγκαλιάζουν τόσο τρυφερά
και να μοχτούν τόσο αντρίκια
φοβούνται τα λόγια που λέμε οι δυο μας με φωνή χαμηλωμένη
φοβούνται τα λόγια που θα λέμε αύριο όλοι μαζί

μας φοβούνται, αγάπη μου, κι όταν μας σκοτώνουν
νεκρούς μας φοβούνται πιο πολύ.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος

Από χθες το βράδυ (έχοντας χάσει και μεγάλο μέρος του ύπνου μου) σκέφτομαι τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος, τι σημαίνει να είσαι αγωνιστής. Προσπαθώ να αποφασίσω αν είναι λογικό, αν είναι έξυπνο, να παλεύεις για το σύνολο ξεχνώντας καμιά φορά τον εαυτό σου. Καταλήγω ότι το σωστό, δεν είναι πάντα λογικό. Γιατί είναι σωστό και ανθρώπινο να μη σκέφτεσαι μόνο τον εαυτό σου και να αγωνίζεσαι, έστω για τα μικρά, αν ξεκινήσεις από τα μικρά μπορεί να φτάσεις και στα μεγάλα, αν δεν ξεκινήσεις μάλλον δε θα φτάσεις πουθενά. 

Ομολογώ ότι η προσπάθεια μου να καταλήξω κάπου ήταν ελαφρώς ατελέσφορη. Πώς μπορείς να ζητήσεις από κάποιον να αφήσει την ησυχία του, τη φροντίδα του εαυτού και να ασχοληθεί με κάτι παραπέρα; Προφανώς δε μπορείς. Και είναι δυνατόν να τον πείσεις ότι αυτό είναι απάνθρωπο; Ότι με την ανοχή καταλήγεις να γίνεσαι ΣΥ-ΝΥ-ΠΕΥ-ΘΥ-ΝΟΣ;

Κατά πάσα πιθανότητα, αυτή είναι μια κουβέντα που δεν θα καταλήξει πουθενά (για σήμερα τουλάχιστον). Συνήθως όμως - κι ευτυχώς για μένα και την έλλειψη έμπνευσης μου - έχουν υπάρξει οι ποιητές κι έχουν δώσει απαντήσεις στα δικά μου ερωτήματα τουλάχιστον. Κι έχει απαντήσει ο Λειβαδίτης στο ερώτημα μου, τι σημαίνει να λέγεσαι άνθρωπος....

Και ναι, δέχομαι πώς δε μπορούμε όλοι να λειτουργήσουμε κατά αυτό τον τρόπο, ότι μπορεί να είναι και λίγο υπερβολικό, αλλά μπορούμε να ξεκινήσουμε την προσπάθεια....

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν΄αγωνίζεσαι για την ειρήνη και
για το δίκαιο.
Θα βγείς στους δρόμους, θα φωνάξεις, τα χείλια σου θα
ματώσουν απ΄τις φωνές
το πρόσωπό σου θα ματώσει από τις σφαίρες – μα ούτε βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου μια πετριά στα τζάμια των πολεμοκάπηλων
Κάθε χειρονομία σου σα να γκρεμίζει την αδικία.
Και πρόσεξε: μη ξεχαστείς ούτε στιγμή.
Έτσι λίγο να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια
αφήνεις χιλιάδες παιδιά να κομματιάζονται την ώρα που παίζουν ανύποπτα στις
πολιτείες
μια στιγμή αν κοιτάξεις το ηλιοβασίλεμα
αύριο οι άνθρωποι θα χάνουνται στη νύχτα του πολέμου
έτσι και σταματήσεις μια στιγμή να ονειρευτείς
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα θα γίνουν στάχτη κάτω από τις οβίδες.
Δεν έχεις καιρό
δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί ν΄αφήσεις τη μάνα σου, την αγαπημένη
ή το παιδί σου.
Δε θα διστάσεις.
Θ΄απαρνηθείς τη λάμπα σου και το ψωμί σου
Θ΄απαρνηθείς τη βραδινή ξεκούραση στο σπιτικό κατώφλι
για τον τραχύ δρόμο που πάει στο αύριο.
Μπροστά σε τίποτα δε θα δειλιάσεις κι ούτε θα φοβηθείς.
Το ξέρω, είναι όμορφο ν΄ακούς μια φυσαρμόνικα το βράδυ,
να κοιτάς έν΄ άστρο, να ονειρεύεσαι
είναι όμορφο σκυμένος πάνω απ΄το κόκκινο στόμα της αγάπης σου
Να την ακούς να σου λέει τα όνειρα της για το μέλλον.
Μα εσύ πρέπει να τ΄αποχαιρετήσεις όλ΄αυτά και να ξεκινήσεις
γιατί εσύ είσαι υπεύθυνος για όλες τις φυσαρμόνικες του κόσμου,
για όλα τ΄άστρα, για όλες τις λάμπες και
για όλα τα όνειρα
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί να σε κλείσουν φυλακή για είκοσι ή
και περισσότερα χρόνια
μα εσύ και μες στη φυλακή θα θυμάσαι πάντοτε την άνοιξη,
τη μάνα σου και τον κόσμο.
Εσύ και μες απ΄ το τετραγωνικό μέτρο του κελλιού σου
θα συνεχίσεις τον δρόμο σου πάνω στη γη .
Κι΄ όταν μες στην απέραντη σιωπή, τη νύχτα
θα χτυπάς τον τοίχο του κελλιού σου με το δάχτυλο
απ΄τ΄άλλο μέρος του τοίχου θα σου απαντάει η Ισπανία.
Εσύ, κι ας βλέπεις να περνάν τα χρόνια σου και ν΄ ασπρίζουν
τα μαλλιά σου
δε θα γερνάς.
Εσύ και μες στη φυλακή κάθε πρωί θα ξημερώνεσαι πιο νέος
Αφού όλο και νέοι αγώνες θ΄ αρχίζουνε στον κόσμο
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
θα πρέπει να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό.
Αποβραδίς στην απομόνωση θα γράψεις ένα μεγάλο τρυφερό
γράμμα στη μάνα σου
Θα γράψεις στον τοίχο την ημερομηνία, τ΄αρχικά του ονόματος σου και μια λέξη :
Ειρήνη
σα ναγραφες όλη την ιστορία της ζωής σου.
Να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό
να μπορείς να σταθείς μπροστά στα έξη ντουφέκια
σα να στεκόσουνα μπροστά σ΄ολάκαιρο το μέλλον.
Να μπορείς, απάνω απ΄την ομοβροντία που σε σκοτώνει
εσύ ν΄ακούς τα εκατομμύρια των απλών ανθρώπων που
τραγουδώντας πολεμάνε για την ειρήνη.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
Τάσος Λειβαδίτης





Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2012

Η κόλαση της Ελενίτσας

Όταν ήμουν μικρή, πολύ μικρή μπορεί να μην πήγαινα καν δημοτικό, η μαμά μου μου διάβαζε τις ιστορίες από το βιβλίο της Λιλίκας Νάκου "Η Κόλαση των Παιδιών".
Μετά που μεγάλωσα λίγο το ξαναδιάβασα μόνη μου. Ήταν το πρώτο βιβλίο που μ' έκανε πραγματικά να κλάψω. Ακόμα και σήμερα όταν το διαβάζω κλαίω. Νομίζω πώς από αυτό το βιβλίο ξεκίνησε όλη η ευαισθησία που έχω μέχρι σήμερα για τα γεγονότα της Κατοχής και του Εμφύλιου που ακολούθησε.
Ποτέ δεν ξεπέρασα την εμμονή μου για εκείνα τα χρόνια και την αποστροφή μου για αυτούς που οδήγησαν εκεί την ανθρωπότητα και ειδικά τη χώρα μας. Σήμερα που πάλι κάποιοι προσπαθούν να μας οδηγήσουν στο μαρασμό, στο διχασμό και στην εξαθλίωση είναι καλό να θυμόμαστε τι έγινε τότε. Μόνο η μνήμη της ιστορίας του μπορεί να σώσει ένα λαό από το να επαναλαβει τα ίδια λάθη. Δυστυχώς έχουμε αποδείξει σαν λαός ότι η μνήμη μας είναι εξαιρετικά βραχυπρόθεσμη...

Λίγα λόγια για το βιβλίο:

Στο βιβλίο περιγράφεται το δράμα των παιδιών κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Μια σειρά από διηγήματα, γεμάτα τραγικότητα και συμπόνια, αλλά και αισιοδοξία για την ηρωικότητα της νέας γενιάς. Όλα αυτά μέσα από την οπτική γωνία και την πένα μια συγγραφέως που έζησε κι έκλαψε κοντά στα παιδιά.

Τα διηγήματα στάλθηκαν ένα - ένα μυστικά στην Ελβετία, δημοσιεύτηκαν ύστερα σε τόμο, πρώτα στα γαλλικά και ύστερα στα αγγλικά στην Αμερική και τέλος στην Αίγυπτο. Το βιβλίο ξεσήκωσε την Ευρωπαϊκή κοινή γνώμη ώστε να βοηθήσει για την επιβίωση του λαού μας και των παιδιών μας.

Η "Εφημερίδα της Λωζάνης" έγραψε: «Οι ιστορίες των παιδιών αυτές, γραμμένες για τη μνήμη τους, είναι σαν τις αρχαίες επιτύμβιες στύλες του Κεραμεικού... Σπάνια διαβάζει κανείς ένα τέτοιο βιβλίο. Η τεχνική της Ελληνίδας συγγραφέας είναι η απλότητα. Το ταλέντο της είναι εξαιρετικό. Η Λιλίκα Νάκου ζωντάνεωε τα φτωχά παιδιά της Ελλάδας, αθώα θύματα της τρέλας των ανθρώπων. Κι αν θα θέλαμε να ξεχάσουμε τους μικρούς ήρωες των διηγημάτων αυτών, δε θα μπορούσαμε. Το βιβλίο είναι γραμμένο με αίμα και με δάκρυ. Σε κάνει να ντρέπεσαι που είσαι άνθρωπος και που έχεις επιτρέψει να γίνουν τέτοια δράματα»

Αυτός είναι ο λόγος που αποφάσισα να αναδημοσιεύσω ολόκληρο το διήγημα που ακολουθεί και όχι περίληψη του. Πρέπει να θυμόμαστε και πρέπει να συγκινούμαστε. Πρέπει να ευαισθητοποιηθουμε, γιατί η ιστορία δείχνει να επαναλαμβάνεται κι εμείς δε δείχνουμε έτοιμοι να παραδειγματιστούμε...

 
Ελενίτσα

Μας τη φέρανε στο νοσοκομείο ένα πρωί που έκανε φοβερό κρύο εκείνον τον αξέχαστο και καταραμένο χειμώνα του σαρανταδύο.
Ήταν παγωμένη κι είχε τα μάτια μισόκλειστα από την εξάντληση και την πείνα. Ήταν τόση δα! Ένα λεπτοφυές, γλυκό κοριτσάκι ως έξι χρονών. Ένα παιδάκι καστανό, που η πείνα, η κακουχία, το κρύο, δεν είχαν κατορθώσει να αλλοιώσουν το όμορφο προσωπάκι και την αθώα έκφραση των ματιών του.
Ένας πολισμάνος τη βρήκε μαζί με τον αδερφό της στο δρόμο και γύρευαν τα κακόμοιρα τα παιδιά αγκαλιασμένα σε μια γωνιά να ζεσταθούνε, ενώ το ξεροβόρι της Αθήνας ξεπάγιαζε και τον πιο καλοντυμενο διαβάτη.
Ναι λοιπόν, ένας πολισμάνος καλός τα λυπήθηκε τα παιδιά και μας τα έφερε στο νοσοκομείο, στη Ριζάρειο, που σ' αυτό τότε μαζεύανε και φέρνανε όλους όσοι πέφτανε στο δρόμο νεκροί από την πείνα.
Είπε στην Προϊσταμένη: «Τα βρήκα αγκαλιασμένα να τουρτουρίζουνε μέσα στα κουρέλια, κάτω στο σταθμό του Ηλεκτρικού, και τα πόνεσε η ψυχή μου».
Α, αυτή η Ομόνοια... Είναι η πλατεία που ι Ηλεκτρικός Σιδηρόδρομος ξέβραζε εκείνον το χειμώνα, από τον Πειραιά και τους συνοικισμούς του, έναν κόσμο κολάσεως. Έναν κόσμο ανθρώπων πειναλέων, σκελετωμένων, με μάτια έξαλλα, που, μόλις φτάνανε στην Αθήνα, τρέχανε αμέσως στους ντενεκέδες των σκουπιδιών για να φάνε. Σα να μην είχε πια σκουπίδια ο Πειραιάς για να ψάξουν εκεί να φάνε.
Κι αλήθεια, διηγιόταν οι ίδιοι πώς στον Πειραιά, γύρω από ένα ντενεκέ σκουπίδια, γίνονταν αλθινές μάχες ανάμεσα σε σκύλους, ανθρώπους και παιδιά.
Μα ας είναι. Ας ξανάρθω στην Ελενίτσα, το κοριτσάκι που μας έφεραν στη Ριζάρειο. Στην αρχή λοιπόν, καθώς μας είχε φέρει κι άλλα δυο παιδιά ο πολισμάνος, δεν υπήρχε κανένας τρόπος να τα κρατήσουμε στο νοσοκομείο. Όλα τα κρεβάτια ήταν πιασμένα. Στην ανάγκη μάλιστα βάζαμε τα παιδιά πέντε – πέντε σε κάθε κρεβάτι, για να μην τ' αφήσουμε να πεθάνουνε με τέτοιο κρύο έξω στο δρόμο. Τα βάζαμε από τη μια και την άλλη πλευρά του κρεβατιού, τα καημένα. Ναι, δεν υπήρχε λοιπόν ούτε μια μικρή θεσούλαγια την Ελενίτσα.
Ο πολισμάνος καλόκαρδος, ικέτευε την Προϊσταμένη. Μα τι να σου κάνει και αυτή; Έλεγε: «Πάρτε τουλάχιστον το κοριτσάκι... Δείτε ώς τρέμει... Είναι άσπρο το προσωπάκι του σαν το πανί... Αφήστε το το αγόρι...»
Αχ Θεέ μου! Συλλογιζόμουν εγώ, που βρισκόμουν κει δα μπροστά σ' αυτή τη σκηνή, να που γίνεται άθελα κανείς σκληρός τέτοιες εποχές. Το αγόρι τι θα γινότανε; Θα το κατάπινε ασφαλώς ο δρόμος, και κανένα πρωί θα το βρίσκανε κοκαλωμένο από την παγωνιά και την πείνα. Θα το μαζεύανε και θα το ρίχνανε μέσα σ' αυτό το κάρο, που κάθε πρωί γυρίζει στους δρόμους της Αθήνας και μαζεύει τους πεθαμένους. Και ύστερα, φύρδην – μίγδην, παιδιά, γέρους, νέους, πάει και τους αδειάζει σε ένα μεγάλο λάκκο στο νεκροταφείο. Τέτοια τύχη περίμενε το αγόρι.
Ντίνο, λέει, το λέγανε, ήταν ως έντεκα χρονών αγόρι, σκελετωμένο, κι η πείνα το είχε κάνει να μοιάζει με μικρό πίθηκο, όπως άλλωστε μοιάζανε όλα τα πεινασμένα παιδιά, στο τελευταίο στάδιο που μας τα φένανε στο νοσοκομείο. Τους φυτρώνανε μάλιστα στο πρόσωπο και κάτι ξανθές τρίχες σα χνούδι, πότε άσπρες, πότε ξανθές.
Τον Ντίνο όμως κάτι τον ξεχώριζε από τον πίθηκο. Ήταν τα μπλε μεγάλα μάτια του, που, είτε από το κρύο, είτε από έναν άλλο λόγο, μοιάζαν όλο βουρκωμένα. Κοιτάζανε γύρω τον κόσμο, τον κόσμο ατόν που ήταν όμοια η κόλαση, και βουρκώνανε. Θεέ μου, ήταν να μη βουρκώνουν τα μάτια των παιδιών, όπως και των μεγάλων, από ό,τι γύρω τους βλέπανε;
Ας είναι. Στο πρόσωπο του αγοριού είχαν φυτρώσει αυτές οι περίεργες τρίχες του τελευταίου σταδίου της πείνας, που κάνανε και τους γιατρούς να απορούνε γι' αυτό. Της Ελενίτσα όμως όχι. Το προσωπάκι της, αντίθετα από τα άλλα παιδιά, είχε γίνει διάφανο, λες και ήταν από φαρφουρί, από πολύτιμη πορσελάνα. Και τα μαλλάκια της, καστανά ανοιχτά, σγουραίνανε και γίνονταν σα χρυσαφιά μπροστά στο μέτωπο. Τα μάτια της, σκούρα, κοιτάζανε τον κόσμο γύρω με εμπιστοσύνη. Και ήταν αυτή η έκφραση της εμπιστοσύνης προς τους ανθρώπους, που σου μαχαίρωνε την καρδιά...

Ήταν λοιπόν να σώσουμε ένα από τα δύο παιδιά. Ήταν κρίσιμη στιγμή να αποφασίσουμε ποιο από τα δύο θα έμενε στο νοσοκομείο. Και τα δυο ήταν εντελώς αδύνατο. Ούτε καν τροφή δεν υπήρχε για ένα παιδί παραπάνω. Δεν έπρεπε λοιπόν ν' αργοπορήσουμε. Η Προϊσταμένη δέχτηκε την πρόταση του πολισμάνου. «Καλά, είπε, θα κρατήσουμε το κοριτσάκι». Έτσι έμεινε η «Ελενίτσα μας», όπως την έλεγε ο αδερφός της.
Και η Προϊσταμένη άρχισε από καθήκον να κάνει τις ίδιες ερωτήσεις που έκανε σε όλα τα παιδιά, όσα είχαν την τύχη - ναι, την τύχη! - να μπούνε στο νοσοκομείο.
«Πόσα παιδιά είστε στο σπίτι σας;»
«Εφτά!… αποκρίθηκε το αγόρι, σαν μεγαλύτερος που μπορούσε να μιλήσει. Η Ελενίτσα μας είναι το μικρότερο, έξι χρονών»
«Από που ερχόσαστε;»
«Από την Κοκκινιά, στον Πειραιά».
«Μάνα, πατέρα έχετε;»
«Η μάνα μας πρήστηκε από την πείνα και έπεσε στο στρώμα. Ο πατέρας ήταν χτίστης, μα έχει, λένε, πλευρίτη. Βήχει και δε δουλεύει. Τα άλλα παιδιά φύγανε από το σπίτι γιατί πεινούσανε. Καμιά φορά πάλι, πότε – πότε,γυρνούνε και πάλι ματαφεύγουνε».
Αυτά είπε το αδέρφι της Ελενίτσας. Και, άμα έκανε να φύγει από το νοσοκομείο, το πιάσανε τα κλάματα... Δεν ήθελε να φύγει, ούτε να χωριστεί από την Ελενίτσα. Έλεγε κι έκλαιγε: «Πώς να γυρίσω χωρίς την Ελενίτσα μας; Εμείς στο σπίτι όλοι την αγαπάμε, γιατί μας κάνει πάντα και γελάμε. Και ποτέ δεν κλαίει, δεν πεινάει. Κάθεται σε μια μεριά, μας κοιτάει και σωπαίνει. Η μάνα μας λέει γι' αυτή πώς δεν είναι σαν ταλλα παιδιά. Την τρέφει ο αέρας και η καλή καρδιά».
Αχ ναι, την έτρεφε ο αέρας και η καλή καρδιά. Μα έπεσε αυτή η βαρυχειμωνια, πρώτη φορά τόσο βαριά για την Αθήνα, έπεσε και η πείναι και πια δε βάσταξε η Ελενίτσα. Σαν πούπουλο ελαφρύ ήταν το κορμάκι της, σαν πούπουλο στα χέρια μας την ώρα που την πείραμε να τη καθαρίσουμε κάτω στα μπάνια και ύστερα να τη βάλουμε στο κρεβάτι. Έτυχε μάλιστα να βρεθεί ένα μικρό, τόσο δα κρεβατάκι, για πιο μικρό μάλιστα παιδί από την Ελενίτσα. Εκεί τη βάλαμε. Ήταν τόσο μικρό το σωματάκι της! Μα που να χωρέσει εκεί και ο αδελφός της...
«Θα έρχεσαι να τη βλέπεις κάθε απόγευμα, του είπε η Προϊσταμένη. Μην κλαις... Άμα λίγο δυναμώσει και γίνει καλά, θα την πάρεις μαζί σου».
«Κρατήστε με και μένα», ικέτευσε το αγόρι.
Μα η Προϊσταμένη, για να μην κλάψει κι αυτή (εγώ την ήξερα καλά), έμπηξε τις φωνές: «Σου είπα, φώναξε δυνατά, δεν έχομε θέση! Δεν καταλαβαίνει που σου μιλώ ελληνικά;»
Έφυγε το αγόρι. Το είδα να στέκεται για πολύ ώρα, έτσι, μπροστά στην πόρτα του νοσοκομείου και να κοιτάζει κατά πάνω τα παράθυρα.
Έξω έκανε ένα βοριά δυνατό. Και στριφογυρίζανε οι νιφάδες και χορεύανε έναν αλλόκοτο χορό, που ζαλιζόσουν να τις κοιτάζεις. Τα δέντρα της αυλής βουίζανε και γέρνανε στον παγωμένο αέρα...
Το αγόρι έμεινε έτσι εκέι για λίγο ακόμα, μα ύστερα, σαν ξαναπέρασα εγώ από το διάδρομο και κοίταξα από το παράθυρο, δεν ήταν πια εκεί. Είχε φύγει.
Μας έμεινε λοιπόν η Ελενίτσα μας με το διάφανο προσωπάκι. Μόλις ζεστάθηκε και συνήλθε, άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε ολόγυρα της. Αχ, τι γλυκά παιδιακίσια ματάκια! Αυτά έπρεπε να βλέπουν ανθισμένα λιβάδια, πεταλούδες, πουλιά και λουλούδια. Και όχι να κοιτάνε γύρω τα σκελετωμένα παιδιά μέσα στι θάλαμο, που βογγούσανε, υποφέρανε και πεθαίνανε... Κοίταζε περίεργα όλα γύρω της η Ελενίτσα. Στην αρχή δεν καταλάβαινανε καλά που βρισκότανε. Έπειτα κοίταξε και μας τις νοσοκόμες. Και, ποιος ξέρει... της αρέσαμε έτσι με τις άσπρες ποδιές και μας χαμογέλασε. Τι χαμόγελο! … Η Προϊσταμένη δε βάσταξε, πήγε κοντά της, έσκυψε και τη φίλησε...
«Τι θέλεις, πουλί μου; της είπε. Πες μου και μη φοβάσαι».
Η Ελενίτσα μας κοίταζε. Κοίταζε την Προϊσταμένη καλά, ύστερα πάλι εμάς, και έκανε σα να ήθελε να πει κάποιο σπουδαίο μυστικό που ήταν ντροπή να τ' ακούσει κανεις... Σα να ηθελε να πει έναν πόθο, που πάσχιζε από καιρό να τον πει, μα πάλι δε τολμούσε.
«Τι θέλεις μικρό μου;» την ξαναρώτησε η Προϊσταμένη. « Πες τι θέλεις. Μη φοβάσαι! Ό,τι θέλεις, αμέσως θα το 'χεις».
Α, τι κουβέντα τολμηρή γαι την εποχή που ζούμε ξεστόμισε η Προϊσταμένη. Και πόσο η ίδια ύστερα υπέφερε από την κουβέντα αυτή...
«Πες μου...»
Μια φωνίτσα τότε απαλή, αδύνατη σαν αχνός, είπε δειλά:
«Θέλω... Θέλω πατατίτσες τηγανιτές!…» Και το προσωπάκι της πήρε μια έκφραση χαρούμενη και μαζί λίγο σαν πονηρούτσικη. «Πατατίτσες τηγανιτές!» ξανάπε και κοίταξε με τα ματάκια της, γιομάτα εμπιστοσύνη, την κυρία Προϊσταμένη.
Ταράχτηκε τότε, είδα, η κυρία Προϊσταμένη. «Πατατίτσες τηγανιτές», είπε και αυτή , σα να θυμήθηκε έξαφνα πώς, πράγματι, στον κόσμο υπήρχαν κάπου πατατίτσες τηγανιτές... «Πατατίτσες;» ξανάπε η Προϊσταμένη και μας κοίταξε με ταραχή και απορία. «Που να τις βρούμε;» έκανε πάλι κοιτάζοντας τις νοσοκόμες, που στεκόμαστε μάρτυρες βουβοί σ' αυτήν όλη την σκηνή...
Ναι, που να τις βρούμε;... που ν αβρεθεί τέτοια πολυτέλεια της πατάτας μέσα σ' ένα νοσοκομείο όπως η Ριζάρειος... Εδώ, εμείς, είχαμε μόνο ό,τι μας έδινε ο Ερυθρός Σταυρός. Φασόλια, κάποτε λακέρδα, και πάλι φασόλια και χόρτα. Γάλα περιμέναμε να μας στείλουν κουτιά από την Ελβετία, μα πατάτα που να βρεθεί;
Και όμως η Ελενίτσα ήθελε και καλά τηγανιτές πατάτες. Με την ξαφνική της επιθυμία, μείναμε και μεις οι νοσοκόμες σκεφτικές. Άξαφνα και μεις θυμηθήκαμετις πατατίτσες τις τηγανιτές του σπιτιού. Την ατμόσφαιρα του σπιτιού του καλού καιρού, που δε βάζαμε ποτέ με το νου μας, τότες, πώς γραμμένι ήταν τέτοια πράγματα να δούνε τα μάτια μας!... Πατατίτσες τηγανιτές!... Καλέ, τι σκέφτηκε η Ελενίτσα!
Το μικρό κοριτσάκι τώρα, ξεθαρεμένο, μας χαμογελούσε, μας κοίταζε και μας έλεγε με την παιδιακίσια φωνούλα της: «Πατατίτσες θέλω! Πατατίτσες τηγανιτές!»
Όταν της φέραμε να πιει φασουλόζουμ, δεν το ήθελε. Της είχε για καλά κολλήσει η ιδέα για πατατίτσες. Και με παιδιάστικη τώρα επιμονή τις γύρευε. Τι ήταν να ρωτήσει η Προϊσταμένη το παιδί, τι ήθελε να φάει...
Σαν ήρθε ο γιατρός μας είδε έτσι σκεφτικές, μας έβαλε μπροστά. Είχε τα νεύρα του. Δεν είχε όρεξη για πολλές κουβέντες. Είχαν, έλεγε, πολλά παιδιά πεθάνει χθες και σήμερα μέσα στο νοσοκομείο. Και αυτός τίποτα δεν μπορούσε να κάνει για να μην πεθάνουνε.
Ούτε φάρμακα, ούτε γάλα, ούτε τίποτα υπήρχε.
«Τι χρειαζόμαστε λοιπόν εδώ μέσα εμείς οι γιατροί;» είπε με απελπισία η Προϊσταμένη.
Του δείξαμε την Ελενίτσα ξαθ του είπαμε για τις πατατίτσες που μας ζήτησε... Πάλι μας έβαλε μπροστά. «Μα και πατάτες αν είχατε, μας είπε, δεν έπρεπε να δώστε ευθύς να φάει στο παιδί. Θα πάθει δυσεντερία, που τώρα όλα έτσι τα θερίζει. Γάλα – δεν το καταλάβατε – γάλα πρέπει να χει το παιδί τούτο, όπως όλα τα παιδιά για να σωθούνε. Δεν το καταλάβατε ακόμα;» μας έκανε θυμωμένος.
Τι να πούμε όμως εμείς; Ξέραμε πώς γάλα δεν υπήρχε...
Ο γιατρός, πριν φυγεί από το θάλαμο, πήγε ξανά κοντά στι κρεβατάκι της Ελενίτσας και, με γλυκό τρόπο τώρα, της είπε: «Άμα γίνεις καλά, μικρούλα μου, θα φας πατατίτσες. Όχι τώρα! Ακούς;» Και έφυγε.
Η Ελενίτσα δε μίλησε. Κοίταξε το γιατρό, κοίταξε και μας και σώπασε. Σούφρωσε μόνο το στοματάκι της. Ήταν, βλέπεις, από μικρό, μαθημένο καμιά από τις επιθυμίες της να μην της γίνεται. Θα ήταν ίσως και η πρώτη φορά που, στη ζωούλα της τη μικρή, ζήτησε κάτι.
Ξεγελάστηκε η Ελενίτσα, από το περιβάλλον, από τις άσπρες ποδιές μας, το καλό χαμόγελο της Προϊσταμένης, και ζήτησε και αυτή κάτι. Στο τέλος είπε: «Δεν πειράζει» και σώπασε και έγειρε το κεφαλάκι πάνω στο μαξιλάρι και έκλεισε τα ματάκια.
Την αφήσαμε. Είχαμε και μεις άλλες δουλείες να κάνουμε, τόσα παιδιά, τόσους αρρωστους να περιποιηθούμε μέσα στο νοσοκομείο. Μπαίναμε, βγαίναμε στις αίθουσες. Ακούγαμε από μακριά, από κάτω στην είσοδο, τη φασαρία που γινόταν εκεί, τις φωνές των ανθρώπων, που ικέτευαν τη διεύθυνση να μπούνε μέσα στο νοσοκομείο...
«Που θέλετε, μωρέ, να σας βάλω;» ακουγόταν η δυνατή φωνή του διευθυντή. «Θέλετε να με πνίξετε;... Δεν καταλαβαίνετε ρωμέικα που σας λέω; Δεν υπάρχουν κρεβάτια!»
«Θα περιμένουμε ώσπου ν' αδειάσει κανένα κρεβάτι», ακούστηκε να λέει μια άγνωστη φωνή.
«Μα, για ν' αδειάσουν κρεβάτια, πρέπει πρώτα να πεθάνουνε οι άνθρωποι. Ξέρω εγώ πότε θα πεθάνει κανείς; Μπορώ να τον βιάσω να πεθάνει;» φώναξε έξω φρενών ο διευθυντής.
Και μεις ξέραμε πώς πεθαίνανε αράδα οι άνθρωποι... Μα, μόλις αδειάζανε τα κρεβάτια, έρχονταν άλλοι. Κάνανε καμιά – δυο μέρες, και πάλι πεθαίνανε. Και όλοι από το ίδιο πράγμα. Εξάντληση, δυσεντερίες, από τα σκουπίδια που τρώγανε, κακουχία. Πραγματική αρρώστια δεν υπήρχε. Λιμός, σου λέει ο άλλος. Λιμός! Από αυτό που λένε και δέουνται στην εκκλησία να μην πέσει ποτέ στον κόσμο. Σάματι και μεις οι ίδιες δεν πεινούσαμε; Δεν λιγοθυμούσανε οι νοσοκόμες από την πείνα;
Κάποτε - κάποτε περνούσα και από την αίθουσα που βρισκόταν η Ελενίτσα. Πήγαινα κοντά της. Μόλις με έβλεπε, χαμογελούσε... Μα το ίδιο απόγευμα κοκκίνισε από τον πυρετό το προσωπάκι της. Της παρουσιάστηκε η δυσεντερία. Αχ, να είχαμε τουλάχιστο να της δίναμε λίγο ρυζόνερο... Μα τίποτα, είπα, δεν είχαμε. Ρύζι; Πού να βρεθεί το ρύζι;... Ούτε γιατρικά είχαμε, ούτε τίποτα... Και σε κοιτάζανε τα μάτια των παιδιών που υποφέρανε, και τίποτε δεν μπορούσες να τους κάνεις... Τίποτ' άλλο, παρά στο τέλος να τους κλείσεις τα ματάκια αυτά. Θεέ μου!... Μας είχε λοιπόν ο Θεός τόσο εγκαταλείψει;... Τι κακό κάνανε τα παιδιά;...
Το απογευματάκι ήρθε ο αδερφός της να δει την Ελενίτσα. Ήταν μαβής από το κρύο, τα μάτια του πρησμένα από το κλάμα.
Κάθισε κοντά στο κρεβατάκι της αδερφούλας του και άκουσα να της λέει, καθώς περνούσα από κει: «Σου φερα ένα παστέλι».
Θα είχε στους δρόμους ζητιανέψει και με τα λεφτά αυτά θα είχε αγοράσει το παστέλι.
Η Ελενίτσα το κοίταξε, λάμψανε τα ματάκια της από ευχαρίστηση, έκανε να το φάει, μα ήταν πολύ σκληρό και το άφησε.
«Πατατίτσες... είπε. Πατατίτσες τηγανιτές θέλω».
Το αγόρι άνοιξε καλά τα μάτια του... Καλέ τι ζητούσε η αδερφή του; Ήταν στα σύγκαλα της; δεν ήξερε πώς τέτοια πράγματα δεν υπήρχανε πια στον κόσμο; Της είπε το αγόρι μονάχα: «Καλά είσαι εδώ Ελενίτσα. Αχ, μ' αφήνεις δίπλα σου να ξαπλώσω; Είμαι τόσο αποσταμένος... Και κρυώνω!... Ξέρεις τι κρύο κάνει έξω;»
Όταν ξαναπέρασα από το θάλαμο, το αγόρι είχε φύγει με όλες τις άλλες επισκέψεις. Η Ελενίτσα όμως έκαιγε από τον πυρετό. Παραμιλούσε. Έσκυψα πάνωθε της. «Πατατίτσες...», έλεγε καιάλωνε τα χεράκια της.
Κατά το βραδάκι πέρασε ο γιατρός και κοίταξε την Ελενίτσα. Έμοιαζε ξαφνικά γερασμένος, κουρασμένος, θλιμμένος. Και ας ήταν νέος. Έμοιαζε τελευταία να έχει γεράσει πολύ. Όλον το χειμώνα είχε δει τόσους αρρώστους, μικρούς και μεγάλους, να πεθαίνουνε – τόσα μάτια παιδιών τον είχαν κοιτάξει, δίχως να μπορεί να τους προσφέρει καμιά βοήθεια, που να, αν και νέος, για λίγους μήνες, τα μαλλιά του ασπρίσανε εδώ στα πλάγια.
«Λοιπόν η Ελενίτσα μας;» τον ρώτησα πηγαίνοντας κοντά του.
Κούνησε το κεφάλι του. «Αν εξακολουθήσει έτσι ο πυρετός και η δυσεντερία...», είπε. Κι αμέσως, παίρνοντας ύφος αγανακτισμένο, πρόσθεσε: «Τι! Με το φασουλόζουμο θα γιατρευτεί; Ό,τι κάνει η φύσις». Και, μουτρωμένος που δε μπορούσε να βοηθήσει σε τίποτα, σηκώθηκε και έφυγε από το θάλαμο των παιδιών.
Έτσι πέρασε όλο κείνο το βράδυ και το άλλο το πρωί.
Η Προϊσταμένη, όταν μπήκε το απόγευμα στο θάλαμο των παιδιών, πήγε κατευθείαν κοντά στην Ελενίτσα. Όλοι πια την αγαπούσαμε. Ούτε έκλαιγε, ούτε φώναζε σαν τα άλλα παιδιά. Μόνο, σαν περνούσαμε από κει, μας χαμογελούσε.
Σα μανία μόνο της είχε κολλήσει, κι όταν ακόμα παραμιλούσε έλεγε: «Θέλω πατατίτσες, πατατίτσες τηγανιτές!» με μια παιδιάστικη επιμονή άρρωστου παιδιού.
Το άλλο πρωί, σαν πέρασε ο γιατρός και την είε, κατσούφιασε, έμεινε σκεφτικός και ύστερα με το χέρι του, χαϊδεψε τις καστανές μπουκλίτσες της Ελενίτσας. Μας είπε, κοιτάζοντας μας θλιμμένος:
«Δώστε της τέλος πάντων να φάει πατατίτσες, να πάει ευχαριστημένο το παιδί...»
«Α!» έκανε η Προϊσταμένη, κουνώντας το κεφάλι της. «Ώστε δεν υπάρχει πια καμιά ελπίδα;» και αμέσως γύρισε και φώναξε σε μας τις νοσοκόμες, που καθόμαστε και την κοιτάζαμε: «Γλήγορα να μας βρείτε μια – δυο πατάτες! Τι με κοιτάτε έτσι; Λέω να τρέξετε να μου οικονομήσετε καμιά πατάτα, να δώσουμε στο παιδί!»
Την κοιτάζαμε την Προϊσταμένη κι είχαμε μείνει άναυδες. Τι να της πούμε; Πώς είχε τρελλαθεί; Έτρωγε κανένας μας πατάτες; Είχαμε εμείς μισή πατάτα στα σπίτια μας; Μονάχα οι πολύ πλούσιοι θα 'χαν, μα κι αυτοί θα τις τρώγανε στα κρυφά, για να μην τους δει κανένας.
Η Προϊσταμένη ήταν μια γυναίκα ενεργητική, που δε δίσταζε μπροστά σε καμιά δυσκολία. Είχε κιόλας βρει κάτι με το νου της. Μας είπε: «Να πάει μια από σας, γλήγορα, στο μέγαρο απέναντι. Ξέρω την κυρία που κάθεται. Θα χτυπήσετε την πόρτα δυνατά, ως ότου σας ανοίξουν, και θα πείτε στον υπηρέτη ότι η Προϊσταμένη εδώ του νοσοκομείου σας έστειλε και ότι είναι ανάγκη να δείτε την ίδια την κυρία. Θα της τα πείτε όλα όπως είναι. Μια πατάτα γυρεύει για ένα παιδάκι που ίσως πεθάνει. Τρέξτε τώρα γλήγορα!»
Έτρεξα εγώ στο απέναντι μέγαρο, χτύπησα δυνατά την πόρτα. Μου άνοιξε ένας λακές, με έβαλε κάτω στα σαλόνια..., περίμενα. Αχ Θεέ μου, συλλογιζόμουν εγώ διαρκώς, ας κάνουνε γρήγορα, να βαστάξει η Ελενίτσα, ως ότου τις δώσουνε, τις ψήσουνε, τις ετοιμάσουνε τις τηγανιτές πατατίτσες. Με είχε πιάσει νευρικό και δε με χωρούσε ο τόπος...
Τέλος φάνηκε η οικοδέσποινα. Της είπα τι συνέβαινε.
«Ευχαρίστως, μου είπε. Δεν έχω πολλές πατάτες. Μπορώ όμως να σας δώσω μια οκά για τους αρρώστους σας».
Κουδούνισε και ήρθε πάλι ο λακές. Άμα άκουσε όμως εκείνος πώς η κυρά του θα έδινε μια οκά πατατες στο νοσοκομείο, ευθύς κατέβασε τα μούτρα του και με κοίταξε βλοσυρά, σα να λεγε:: «Καρακάξα, αν το ξερα, δε σ' άνοιγα την πόρτα!» Μα δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς και σε λίγο έφερε τις πατάτες.
«Ευχαριστώ», είπα κι έφυγα τρέχντας για το νοσοκομείο.
Φασαρία, συναγερμός στην κουζίνα, μόλις είδαν όλοι τους τις πατάτες. Τις κοιτάζανε όλοι σηκωμένοι από πάνω... Και, όταν τις ψήσανε, μια καθαρίστρια λιγοθύμησε, λέει, από τη μυρουδιά.
Η είδηση ότι φέρανε πατάτες πετούσε από στόμα σε στόμα ως πάνω στους αρρώστους. «Πατατίτσες τηγανιτές κάνουνε κάτω», λέγανε.
Μα η Ελενίτσα, εν τω μεταξύ, όλο και χειροτέρευε. Δεν μπορούσε πια ούτε τα ματάκια της να κρατήσει ανοιχτά. Τα άνοιγε και τα έκλεινε αμέσως. Το χειλάκι άσπριζε. Κρύωνε.
Ένας βοηθός που πέρασε είπε: «Τι να χει ρωτάτε; Εξάντληση του οργανισμού. Βάσταξε, βάσταξε το παιδί, εξαντλήθηκε, και η δυσεντερία από πάνω την απέκαμε. Τι νομίζετε; αυτο μας περιμένει και μας. Θα βγάλουμε και μεις το χειμώνα;» Αυτά είπε κι έφυγε. Είναι μερικοί άνθρωποι, έτσι, που σε αποκαρδιώνουνε, αντί να σου δίνουνε κουράγιο.
Πέρασα κοντά από το κρεβάτι της Ελενίτσας. Τη φωνάζω: «Ελενίτσα!»
Γυρίζει, με κοιτά και χαμογελά...
«Θα σου φέρουνε, της λέω, πατατίτσες τηγανιτές».
Έρχεται η Προϊσταμένη. Της χαϊδεύει τα μαλλιά. Την κοιτά η Ελενίτσα, της χαμογελά. Θεέ μου, τι χαμόγελο έχει το παιδί! Τι χαμόγελο είναι αυτό, όταν πλησιάζεις να σ' αντικρίσει! Ράισε όλων μας η καρδιά...
Τέλος ήρθανε, φέρανε τις πατατίτσες μέσα σ' ένα πιάτο, όμορφες, ροδοκόκκινες, καλοτηγανισμένες. Ζευγάρια ματάκια άλλων παιδιών από τα κρεβάτια τους κοιτάζανε!...
Μα η Προϊσταμένη λέει δυνατά: «Όχι! Οι πατατίτσες είναι μόνο για την Εένίτσα!» Και σκύβει πάνω από το κοριτσάκι και της λέει: «Ελενίτσα, να οι πατατίτσες σου! Είναι δικιές σου! Σου τις φέραμε... Ελενίτσα!»
Άνοιξε τα μάτια το κοριτσάκι. Μιά λάμψη χαράς πέρασε, πριν να σβήσουνε τα ματάκια του. «Α!» έκανε και χαμογέλασε και ανασηκώθηκε κομμάτι στο κρεβάτι και άπλωσε το χεράκι να τις αρπάξει. Αλλά - αχ! - το κεφαλάκι ξαφνικά έγειρε προς τα πίσω πιο άσπρο από το πανί. Τα χειλάκια γινήκανε ευθύς μαβιά. Μεγάλοι κύκλοι μαύροι φανήκανε κάτω από τα μάτια.
«Ελενίτσα! Ελενίτσα!» της φωνάζει η Προϊσταμένη.
Λιγοθύνησε η Ελενίτσα!...
Τρέξαμε οι δυο νοσοκόμες που ήμασταν εκεί, κοντά στο κρεβατάκι του παιδιού. Και είδαμε το ένα χεράκι πάνω στο σεντόνι να κρατά σφιχτά - σφιχτά τις τηγανιτές πατατίτσες. Δεν ήθελε να τις παρατήσει. Ανάσαινε βαθιά και η αγωνία ήταν σύντομη. Μα πάντα βάσταγε τις πατατίτσες τις τηγανιτές. Δεν είχε προφτάσει ούτε στο στόμα να τις βάλει η Ελενίτσα.
Με δυσκολία μεγάλη η Προϊσταμένηάνοιξε το χεράκι που κρατούσε τις πατατίτσες για να μην παρουσιαστεί έτσι μπροστά στο Θεό και λυπηθεί Εκείνος και πει: «Α, άνθρωποι τρελλοί! Εγώ από όλα τα καλά σας έδωσα στη γη!... Και όμωςαφήσατε την τελευταία στιγμή για να δώσετε στην Ελενίτσα λιγάκι φαί;»
Τα σταύρωσε λοιπόν τα χεράκια η Προϊσταμένη, για να παρουσιαστεί έτσι, χωρίς πατατίτσες, μπροστά Του η Ελενίτσα. Με αδειανά και σταυρωμένα χεράκια. Στο Θεό που καλούσε τα φτωχά παιδιά κοντά Του, για να τα βγάλει από την κόλαση της ζωής.

Σημειώσεις
1. Το διήγημα ήταν αφιερωμένο στην Προϊσταμένη εθελόντρια αδερφή του νοσοκομείου, κα Αριστέα Παπαδάτου.
2. Δημοσιεύτηκε από την Εφημερίδα της Λωζάνης και αποτέλεσε αφορμή για τον έρανο υπέρ των παιδιών της Ελλάδας (Ιούλιος 1942)
3. Η έκδοση από την οποία το μετέφερα είναι απο το «Βιβλιοπωλείον της Εστίας», 1989. Φυσικά δε διατήρησα το πολυτονικό σύστημα καθώς κι έκανα κάποιες διορθώσεις, ορθογραφικού κυρίως τύπου.
4. Το τι κλάμα έχω  ρίξει για αυτές τις πατατίτσες, και ως παιδί και ως ενήλικη...
5. Οποιαδήποτε ομοιότητα με τη σημερινή κατάσταση (και κυρίως τη μελλοντική) ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΙΚΗ